Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναισθητοποίηση η [anesθitopíisi] Ο33 : η διαδικασία με την οποία προκαλείται αναισθησία: H ~ του νεύρου.
[λόγ. αναίσθητ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. αγγλ. anaesthetization < anaesthetize = αναισθητοποιώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναισθητοποίηση [anesθitopíisi] η, gen αναισθητοποίησης & αναισθητοποιήσεως (L) med
- the process of anesthetizing or state of being anesthetized, anesthetization (syn αναισθησία, νάρκωση):
- μετά την ~ θα εποπτεύσουμε την αναπνοή του ασθενούς
- ⓐ fig making s.o. morally and mentally less sensitive or insensitive, desensitizing:
- η τηλεόραση συμβάλλει στην ~ του θεατή |
- η υποδούλωση στην επιδίωξη αγαθών επιτείνει την ~
[der of αναισθητοποιώ]
- the process of anesthetizing or state of being anesthetized, anesthetization (syn αναισθησία, νάρκωση):