Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναιμικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναιμικά [anemiká] adv
  • in a weak manner, faintly:
    • τη γη σου την αγαπάς αναιμικότερα, όταν σου απαγορεύουν να την εγκαταλείψεις, να χαρείς τη χαρά του ταξιδιού και να επιστρέψεις και πάλι (Panagiotop) |
    • πολλοί από τους ποιητές και τους πεζογράφους εξακολουθούν, αναιμικότερα βέβαια, να παταγούν. O πάταγος τον ενοχλεί το Σ., (id.)

[der of αναιμικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες