Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναιμικά [anemiká] adv
- in a weak manner, faintly:
- τη γη σου την αγαπάς αναιμικότερα, όταν σου απαγορεύουν να την εγκαταλείψεις, να χαρείς τη χαρά του ταξιδιού και να επιστρέψεις και πάλι (Panagiotop) |
- πολλοί από τους ποιητές και τους πεζογράφους εξακολουθούν, αναιμικότερα βέβαια, να παταγούν. O πάταγος τον ενοχλεί το Σ., (id.)
[der of αναιμικός]
- in a weak manner, faintly:



