Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναιδώς [ane∂ós] adv (L)
- impudently, insolently, brazenly, irreverently (syn με αναίδεια, αδιάντροπα, ξετσίπωτα):
- συμπεριφέρθηκε ~ στον καθηγητή |
- στα ρεμπέτικα οι κόρες μιλούν ~ στις μανάδες (IPetrop) |
- του αντιμίλησε αναιδέστατα, ξαπλώθηκε αναιδέστατα, μπήκε μέσα χαμογελώντας αναιδέστατα |
- στα αρχαία ελληνικά ο K. είναι είτε πάντα υπναλέος είτε κοιμάται αναιδέστατα (AVlachos) |
- του γυρνάει τη ράχη και τεντώνεται αναιδέστατα (Petsalis-D)
[fr AG ἀναιδῶς; of MG (learned) αναιδεστάτως]
- impudently, insolently, brazenly, irreverently (syn με αναίδεια, αδιάντροπα, ξετσίπωτα):



