Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναθρεφτός, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για ζώο) που ανατρέφεται στο σπίτι:
- το φαρί, οπού ’ναι αναθρεφτό μου (Eρωτόκρ. Γ´ 843).
- 2) Θετός (προκ. για παιδί):
- (Φορτουν. Γ´ 584).
[<μτγν. επίθ. ανάθρεπτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Προκ. για ζώο) που ανατρέφεται στο σπίτι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθρεφτός [anaθreftós] ο,
- ① foster son (syn θετό παιδί, παραγιός, ψυχοπαίδι):
- είναι ~ μου
- ② nursling:
- ~ των Mουσών nursling of the Muses
[fr MG adj αναθρεφτός ← K ἀναθρεπτός; cf also AG υἱόθρεπτος 'foster son' (inscr, Lydia)]
- ① foster son (syn θετό παιδί, παραγιός, ψυχοπαίδι):



