Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθρεφτή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναθρεφτή [anaθreftí] η, region. & lit
  • foster daughter (syn θετή κόρη, παρακόρη, ψυχοκόρη):
    • ~ της μητέρας του |
    • επάντρεψε την ~ του |
    • είναι ~ του σιορ Aντωνάκη (Xenop) |
    • έρωτας του ξαδέλφου του με την ~ του σπιτιού (id.) |
    • folks. σ' εσμίξαμεν ως σου 'πρεπε με την ~ μας (DPetrop)

[f of αναθρεφτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες