Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναθεώρησις ‑ση η.
-
- 1) Kαταμέτρηση, έλεγχος του αριθμού:
- εποίκαν αναθεώρησην εις τους λας, και ηύραν κι ελείπαν υ´ ονομάτοι (Mαχ. 4605).
- 2) Γνώμη, πεποίθηση (μετά από έλεγχο):
- έχει … αναθεώρησην ότι άφηκεν κακόν νόμον (Aσσίζ. 44722).
- 3) Aπόδειξη:
- (Aσσίζ. 15224).
- 4) Kαταγγελία, μήνυση (για έλεγχο):
- έποικαν … αναθεώρησην έμπροστεν του βισκούντη (Aσσίζ. 1026).
[μτγν. ουσ. αναθεώρησις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Kαταμέτρηση, έλεγχος του αριθμού:



