Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθεωρητής ο [anaθeoritís] Ο7 θηλ. αναθεωρήτρια [anaθeorítria] Ο27 : αυτός που έχει αναλάβει να αναθεωρήσει κτ. || (ειδικότ., πολ.) οπαδός του αναθεωρητισμού· ρεβιζιονιστής.
[λόγ. αναθεωρη- (αναθεωρώ) -τής μτφρδ. γαλλ. réviseur, révisionniste & ρωσ. revisionist· λόγ. αναθεωρη(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθεωρητής [anaθeoritís] ο, milit justice
- reviser:
- ~ στρατιωτικής δικαιοσύνης.
- reviser:



