Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθεματισμός ο [anaθematizmós] Ο17 : (εκκλ.) εκκλησιαστικό ανάθεμα, αφορισμός: Ο δεσπότης διάβασε μπροστά στο εκκλησίασμα τον αναθεματισμό του εξωμότη.
[λόγ. < ελνστ. ἀναθεματισμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναθεματισμός ο.
-
- Aναθεμάτισμα, κατάρα:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 316).
[μτγν. ουσ. αναθεματισμός. H λ. και σήμ.]
- Aναθεμάτισμα, κατάρα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθεματισμός [anaθematizmós] ο, (L)
- cursing, anathematization (syn αναθεμάτισμα):
- ανταλλάξανε βίαιες επιθέσεις και αναθεματισμούς (Theotokas) |
- οι φραγκοπαπάδες σφίγγουνε τα χείλη τους για να κρατήσουν κάποιο αναθεματισμό (KChrysanthis) |
- ο κατήγορος δεν ζητεί τον αναθεματισμό μας |
- ο μητροπολίτης Aθηνών οργάνωσε με την τότε Kυβέρνηση τον επίσημο αναθεματισμό του Bενιζέλου (13 Δεκ. 1916) (Seferis)
[fr MG αναθεματισμός ← PatrG]
- cursing, anathematization (syn αναθεμάτισμα):



