Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθεμάτισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναθεμάτισμα το [anaθemátizma] Ο49 : η ενέργεια του αναθεματίζω1: Nευρίασε και άρχισε τα αναθεματίσματα.

[αναθεματισ- (αναθεματίζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναθεμάτισμα [anaθemátizma] το,
  • ① the curse of anathema, anathematization (syn αναθεματισμός):
    • μερικοί αρχινάνε τις βλαστήμιες και τ' αναθεματίσματα (Petsalis-D) |
    • κάποτε τους ξέφευγε τ' ~ της πίστης (id.)
  • ② denunciation, condemnation (syn καταδίκη):
    • (οι Eστιάδες του Γρυπάρη) ~ κάθε φυγής και λιποταξίας απ' το χρέος (Valetas)

[der of αναθεματίζω; cf αναθεματισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες