Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθαρρύνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναθαρρύνω [anaθaríno] -ομαι Ρ8.1 : ξαναδίνω σε κπ. το θάρρος, το κουράγιο που είχε χάσει.

[λόγ. < αρχ. ἀναθαρρύνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αναθαρρύνω.
  • (Μέσ.) εμψυχώνω:
    • μετά κλαυθμού αλλήλους ανεθαρρύνοντο (Ψευδο-Σφρ. 41420).

[αρχ. αναθαρρύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες