Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναζητητής [anazititís] ο, αναζητήτρια [anazitítria] η, (L)
- seeker, searcher, pursuer:
- ~ της αλήθειας |
- ~ της ανθρώπινης ευτυχίας, της ευδαιμονίας |
- τολμηροί αναζητητές του καινούργιου |
- ένας ονειροπόλος ~ της εσωτερικής ομορφιάς (Chatzinis) |
- η ανθρώπινη φύση είναι ... αναζητήτρια νέων εκφραστικών μορφών στην τέχνη και στο λόγο (Loukatos)
[neol (Koumanoudis), der of αναζητώ; cf συζητητής (συζητώ), εκζητητής (εκζητώ) etc]
- seeker, searcher, pursuer:



