Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναζητητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναζητητής [anazititís] ο, αναζητήτρια [anazitítria] η, (L)
  • seeker, searcher, pursuer:
    • ~ της αλήθειας |
    • ~ της ανθρώπινης ευτυχίας, της ευδαιμονίας |
    • τολμηροί αναζητητές του καινούργιου |
    • ένας ονειροπόλος ~ της εσωτερικής ομορφιάς (Chatzinis) |
    • η ανθρώπινη φύση είναι ... αναζητήτρια νέων εκφραστικών μορφών στην τέχνη και στο λόγο (Loukatos)

[neol (Koumanoudis), der of αναζητώ; cf συζητητής (συζητώ), εκζητητής (εκζητώ) etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες