Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδρομικώς [ana∂romikós] adv (L)
- retroactively (syn αναδρομικά 2):
- ο νόμος ισχύει ~ από την πρώτη του προηγουμένου μηνός |
- προήχθη σε τμηματάρχη ~ |
- σαν μας αφήσει, πληροφορούμαστε για την ύπαρξή της ... ~ (Myriv)
[neol, fr kath αναδρομικώς (19th c.)]
- retroactively (syn αναδρομικά 2):



