Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδιφητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναδιφητής [ana∂ifitís] ο, gen αναδιφητή,
  • researcher, investigator (syn ερευνητής):
    • έχει ταλέντο αναδιφητή |
    • γεμάτος περιέργεια αναδιφητή των βιβλίων |
    • ερευνητής μουσείων και ~ βιβλιοθηκών |
    • ~ των αρχείων |
    • ~ της ιστορίας |
    • ~ του παρελθόντος

[neol, fr kath αναδιφητής, der of AG ἀναδιφῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες