Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδιανέμω [anaδianémo] -ομαι Ρ (βλ. διανέμω) : διανέμω, μοιράζω κτ. ξανά, καταργώντας παλαιότερη διανομή: Tο υπουργείο θα αναδιανείμει τα κονδύλια για τα δημόσια έργα.
[λόγ. ανα- διανέμω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιανέμω [ana∂ianémo] prp αναδιανέμοντας, pass αναδιανέμομαι (L)
- redistribute:
- αναδιανέμοντας το εθνικό εισόδημα εξυψώνει και βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο του λαού (Angelop) |
- το εθνικό εισόδημα ούτε διανέμεται ούτε αναδιανέμεται με κοινωνικά κριτήρια (id.)
[neol, fr kath, cpd of ανα- & διανέμω]
- redistribute:



