Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναδεξιμιός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδεξιμιός ο [anaδeksimnós] Ο17 θηλ. αναδεξιμιά [anaδeksimná] Ο24 : εκείνος στον οποίο ο νονός ή η νονά έδωσε το όνομα κατά τη διάρκεια του βαπτίσματος, το βαφτιστήρι, ο βαφτισιμιός.

[μσν. αναδεξιμαίος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αναδέξιμ(ος) -αίος `που με τη βάφτιση έχουμε αναλάβει την ευθύνη του΄ < αναδεξ- (αναδέχομαι) -ιμος· αναδεξιμι(ός) -ά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδεξιμιός [ana∂eksimjós] ο,
  • godson, godchild (syn αναδεχτός, βαφτισιμιός, βαφτιστικός):
    • είναι ~ μου |
    • χάρισε ένα ρολόι στο μικρό του αναδεξιμιό |
    • να χαίρεσαι τον αναδεξιμιό! (wish to the godparent)

[fr ByzG αναδεξιμαίος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go