Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδείχνω [anaδíxno] -ομαι Ρ αόρ. ανάδειξα, απαρέμφ. αναδείξει, παθ. αόρ. αναδείχτηκα, απαρέμφ. αναδειχτεί : (προφ.) αναδεικνύω.
[λόγ. < αρχ. ἀναδεικνύω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά την εξέλ. δεικνύω > δείχνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδείχνω [ana∂íxno] ipf ανάδειχνα, aor ανάδειξα, subj αναδείξω (see αναδεικνύω), mediop αναδείχνομαι, ipf αναδειχνόταν, aor αναδείχτηκε (3 pl αναδείχτηκαν, αναδειχτήκαν), subj αναδειχτώ (αναδειχτή, αναδειχτούν), pf (& plupf) έχω (είχα) αναδειχτή, ppp αναδειγμένος
- Ⓐ act
- ① = αναδεικνύω A 1:
- το δέσιμο της κοτσίδας στο πίσω μέρος αναδείχνει το λαιμό (Despinis) |
- η πτύχωση αναδείχνει τους πλαστικούς όγκους και τα περιγράμματα των σωμάτων (DLazaridis) |
- ο όγκος του γενειού αναδείχνει με την αντίθεση την επιδερμίδα του προσώπου (Karouzou) |
- τα άλλα στοιχεία υποτάσσονται για να αναδείχνουν το σύνολο (Papanoutsos) |
- σκοπιμότερο είναι ν' αναδείχνομε τις δυσκολίες (id.) |
- το αιώνιο αναδείχνει η Tέχνη στα έργα της (id.) |
- ο Rousseau αναδείχνει τα δικαιώματα της ανθρωπότητας (id.) |
- η λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα να αναδείχνη τις άλλες τέχνες (Chatzinis) |
- την προσωπικότητα ανάδειξαν πρώτοι οι αρχαϊκοί Έλληνες φιλόσοφοι (Theodorakop) |
- η μορφική αρτιότητα της πεζογραφίας του M. αναδείχνει και αξιοποιεί το περιεχόμενο κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο (Sachinis) |
- το κακό υπάρχει για ν' αναδείχνη το καλό (Prevelakis)
- ② = αναδεικνύω A2:
- η μέριμνα ανάδειξε μερικά από τα ωραιότερα μεσαιωνικά μνημεία της Θεσσαλονίκης (Panagiotop) |
- ο Πλάτων ανάδειξε το μύθο σε μορφή λόγου απέθαντη (Theodorakop) |
- ολόγυρα δέντρα αναδείχνουν την ομορφιά του τόπου (Varelas) |
- οι πράξεις μας μας αναδείχνουν ή μας ντροπιάζουν (Vrettakos) |
- ό,τι τον αναδείχνει τον Kαβάφη είναι τα αντιποιητικά στοιχεία του έργου του (Chatzinis) |
- τον Ίψεν ανάδειξε ο 19ος αιώνας (Melas) |
- ο στόλος των Ψαρών ανάδειξε τους καλύτερους πυρπολητές (Varelas) |
- στους νεότερους χρόνους τους μεγαλύτερους δικανικούς ρήτορες ανάδειξε η Γαλλία (Tsatsos) |
- τα προνόμιά του αναδείχνουν τον ανώτερο κλήρο πνευματικό και κοινωνικό ηγέτη του υπόδουλου Έθνους (Sotirakis)
- ③ bring to ascendance, to advancement (syn εξυψώνω, προωθώ):
- το παράδειγμά του τον ανέδειξε πραγματικό ηγέτη (Christidis) |
- την Kοτοπούλη την ανάδειξε το παλιό Bασιλικό Θέατρο, την Kυβέλη ο Xρηστομάνος (Athanasiadis-N) |
- την τέχνη της σιωπής την ανάδειξε η Σαγιάνου στον "Aγαμέμνονα" (id.) |
- οι Aτρείδες ανάδειξαν τη δυναστεία των Πελοπιδών πολύ ανώτερη από των Περσειδών (NPapachatzis)
- Ⓑ mediop
- ④ mi become apparent, reveal itself:
- η ομορφιά της πόλης αναδείχνεται όταν την αντικρύσης από το μέρος της ξηράς (Varelas) |
- αν βρίσκονταν κάποιος να την περιποιηθή, μπορούσε σιγά σιγά ν' αναδειχτή η κάποια κρυμμένη ομορφιά της (Glezos)
- ⑤ mi = αναδεικνύομαι B2:
- οι δυνατοί χαρακτήρες αναδείχνονται με την αλλαγή των περιστάσεων (Vrettakos) |
- αναδείχτηκε με την ικανότητά του or με την αξία του |
- εργάστηκε κι αναδείχτηκε στη ζωή του |
- ο Πειραιάς δεν είχε αναδειχτή ακόμα (Melas) |
- αναδείχτηκαν τρομεροί στην ξηρά και στη θάλασσα |
- αναδειχτήκαν στη δημοσιογραφία |
- είναι ελεύθερος να αναδειχτή με τη νόμιμη άμιλλα στον πολιτικό στίβο (Papanoutsos) |
- οι τρεις ιεράρχες αναδείχτηκαν οι μεγάλοι διδάσκαλοι του χριστιανικού πνεύματος και του χριστιανικού λόγου (Tatakis) |
- ο Kαλομοίρης αναδείχνεται ο μουσικός γλωσσοπλάστης της νεώτερης Eλλάδας (Anogianakis)
- ⑥ pass be made known:
- δε χρειάζεται να αναλύσω περισσότερο αυτή τη σοφή παρατήρηση, για ν' αναδειχτή το μέγεθος της σημασίας της (Papanoutsos)
- ⓐ be elected:
- η κυβέρνηση αναδείχτηκε με την ψήφο της πλειονότητας του λαού |
- η νόμιμη κυβέρνηση θα αναδειχτή από τις επόμενες εκλογές
[fr MG αναδεικνύω w. transf of pres based on aor αναδείξω - ανάδειξα; cf MG, ModG δείχνω fr έδειξα - δείξω (instead of δεικνύω). Cf also αναδεικνύω]



