Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδίπλωση η [anaδíplosi] Ο33 : 1.η ενέργεια του αναδιπλώνω, σύμπτυξη και υποχώρηση: H ~ των στρατιωτικών δυνάμεων. || (μτφ.): H ~ των πολιτικών μας αντιπάλων. 2. (γραμμ.) σχήμα λόγου στο οποίο μια λέξη ή μια φράση μέσα σε μια πρόταση επαναλαμβάνεται αμέσως δεύτερη φορά, για έμφαση, π.χ. «T΄ άλογο! T΄ άλογο! Ομέρ Bρυώνη». «Φεύγει, φεύγει ο προδότης».
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀναδίπλω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `στρίψιμο΄· 1: σημδ. γαλλ. repli]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδίπλωση [ana∂íplosi] η, pl αναδιπλώσεις
- ① refolding, redoubling, lapping:
- ελαφριά ~ του ενδύματος |
- ~ του ιματίου κάτω από τη μασχάλη |
- το ιμάτιο ανεμίζει ελεύθερα σε πλούσιες αναδιπλώσεις |
- anat οι αναδιπλώσεις της κοιλιάς, περιτοναϊκή ~ |
- geogr η ~ (αναδιπλώσεις) του εδάφους, αναδιπλώσεις των βουνών |
- το κύμα έρχεται γεμάτο λευκές αναδιπλώσεις (Zappas)
- ⓐ gym standing or sitting head to knee or hands to calves
- ⓑ gramm repetition of words (in phrases), e.g. σιγά σιγά, λίγο λίγο, ψηλός ψηλός, το δρόμο δρόμο πήγαινα etc
- ⓒ rhet repetition, duplication, anadiplosis (syn επαναδίπλωσις)
- ② fig turning or returning (syn στροφή or επιστροφή):
- ~ του ανθρώπου προς τον εαυτό του |
- σιωπή περισυλλογής ... ~ της ψυχής |
- ~ της σκέψης (or του στοχασμού) reflection
- ⓓ folding down, limiting, retraction or reduction (syn σύμπτυξη):
- μια απλή τακτική αναδιπλώσεως ύστερα από τις βίαιες αντικυβερνητικές εκδηλώσεις |
- ύστερα από την ~ του Eλληνισμού στο κράτος του Έβρου (1923) (Evelpidis)
[fr kath αναδίπλωση ← AG, K ἀναδίπλωσις]
- ① refolding, redoubling, lapping: