Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδίνω [anaδínο] -ομαι Ρ αόρ. ανάδωσα, απαρέμφ. αναδώσει, σπάν. παθ. αόρ. αναδόθηκα, απαρέμφ. αναδοθεί : αναδίδω: H περιοχή γύρω από τη χωματερή αναδίνει μια αφόρητη μυρωδιά. Tην άνοιξη αναδίνεται ένα υπέροχο άρωμα από τα λουλούδια της εξοχής. Ο τοίχος της αποθήκης αναδίνει υγρασία. || για ήχους: Tο ακορντεόν ανάδινε γλυκούς ήχους. || (οικ.) για κτ. που γίνεται πιο έντονο, πιο ζωντανό: Σκάλισε τη μισοσβησμένη φωτιά για να αναδώσει.

[αρχ. ἀναδίδωμι κατά την εξέλ. δίδωμι > δίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδίνω [ana∂íno] &, ναδίδω, ipf ανάδινα & ανέδιδα, aor ανάδωσα (& ανάδωκα), subj αναδώσω, mi αναδίνομαι, αναδίδομαι, 3pl αναδίνονται (& αναδίνουνται), imp αναδινόταν, 3pl αναδινόνταν & αναδινόντουσαν, aor αναδόθηκα, subj αναδοθώ, imper αναδώσου
  • Ⓐ trans
  • ① spring up, germ (inate) (syn βγάζω, πετώ):
    • το δέντρο ανάδωσε μπουμπούκια, άνθος, καρπό |
    • οι ρίζες της παιδείας θα αναδώσουν πολύτιμους καρπούς |
    • poem κι ως τρυφερό κλωνάρι [ο γιος] ανάδωσε (Homer Il 18.56 & 437 Kaz-Kakr)
  • ② send forth, emit, give off, shed, discharge (steam, odor, flame, smoke, light, sound etc.):
    • αναδίδει αέρια gives off gases |
    • το σώμα του αναδίδει (κακή) οσμή or μπόχα gives off a bad odor |
    • μια οσμή από βερνίκι αναδόθηκε ολούθε |
    • τα λουλούδια ανάδιδαν άρωμα |
    • η γη ανάδιδε μια ευωδία (KPolitis) |
    • το κορμί της ανάδινε γλυκιά ευωδιά (Panagiotop) |
    • ο υπόνομος αναδίδει δυσωδία (or δυσοσμία) |
    • τα χνότα του ανάδιναν κρασίλα |
    • το καντήλι ανάδωκε μιαν αναλαμπή |
    • το ξύλο ανάδινε φλόγα |
    • ο Bεζούβιος ανάδινε καπνούς και φλόγες |
    • αναδινόταν μια παράξενη βοή
  • ⓐ fig effect, create, produce (syn δημιουργώ, παράγω):
    • κάτι αναδίνει ζωή, ατμόσφαιρα, γοητεία, θέλγητρο, ακτινοβολία, ομορφιά, γαλήνη, θέρμη (or ζέστα), καλοσύνη, τρυφερότητα, μαγεία, πλήξη, πάθος, άγχος, απαισιοδοξία κλ |
    • το έργο ανάδινε ποιητική ατμόσφαιρα (Theotokas) |
    • poem και [το νερό] αναδίνει γλυκότατον ήχο (Mavilis)
  • ⓑ mi αναδίνομαι be effected, be created:
    • σπινθήρες άρχισαν ν' αναδίνουνται |
    • μελωδία αναδινόταν μέσα σου |
    • οι λαμπρές ιδέες αναδίνονταν από τις πράξεις των Eλλήνων (Melas) |
    • η ποίηση αναδίνεται μέσα από τις σελίδες του |
    • ένας θυμός αναδινότανε ολούθε (Prevelakis)
  • ③ gush (of fluid or humidity (sometimes without dir obj) (syn L αναβλύζω):
    • ο τοίχος αναδίνει υγρασία |
    • η στάμνα αναδίνει |
    • also intr αναδίνει το νερό
  • Ⓑ intr
  • ④ spring up, germinate:
    • ανάδωσαν οι ανθοί
  • ⑤ grow in volume or intensity:
    • σκαλίζει τη σβηστή φωτιά για να αναδώσει

[fr MG αναδίδω ← K, PatrG ἀναδίδωμι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες