Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδάσωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδάσωση η [anaδásosi] Ο33 : δεντροφύτευση απογυμνωμένων δασικών εκτάσεων: Tο πρόγραμμα αναδάσωσης έχει καλύψει ήδη 1600 εκτάρια. Εκατοντάδες εθελοντές συγκεντρώθηκαν για να βοηθήσουν στην ~. || (επέκτ.): H ~ των περιχώρων βελτίωσε το κλίμα.

[λόγ. αναδασω- (δες αναδασώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. reboisement]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδάσωση [ana∂ásosi] η, pl αναδασώσεις, (L)
  • ① reforestation, reafforestation:
    • ~ με σπορά reforestation by seeding |
    • η ~ των περιοχών εβελτίωσε το κλίμα (Dimitrakos) |
    • ~ του λόφου |
    • ολοκληρωτική ~της περιοχής |
    • ο νόμος του 1902 έχει καταστήσει την ~ υποχρεωτική (Athanasiadis-N)
  • ② afforestation:
    • εκεί που άλλοτε ήταν ξεραΐλα, έχουν γίνει αναδασώσεις (Varelas)

[fr kath αναδάσωσις, neol, der of αναδασώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες