Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγύρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγύρισμα [anayírizma] το,
  • ① wandering about:
    • ένα κοράκι σ' ένα ~ του βουνού, τινάχτηκε ως με είδε (Kazantz)
  • ② return (syn γύρισμα):
    • τ' ~ του χρόνου or του χρόνου τ' ~, e.g. folks. με καλοστράτισ' ο Θεός | στου χρόνου τ' ~ | κ' έκαμα και καλό παιδί (dirge; Mani) |
    • poem κι ουδέ σε δέκα αναγυρίσματα του χρόνου θα μπορέσουν | να γιάνουν οι πληγές (Homer Il 8.404 Kaz-Kakr)

[der of MG αναγυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες