Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγόμωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγόμωση η [anaγómosi] Ο33 : 1.η εκ νέου πλήρωση ενός όπλου με εκρηκτική ύλη. 2. (τεχνολ.) ειδική επεξεργασία ελαστικών που συνίσταται στη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών του ιδιοτήτων: Tα λάστιχα των οχημάτων θα δοθούν για ~.

[λόγ. αναγομω- (δες αναγομώνω) -σις > ση μτφρδ. γαλλ. rechargement (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγόμωση [anaγómosi] η, car
  • reconditioning, rebuilding:
    • ~ ελαστικών tire reconditioning |
    • milit tire rebuilt |
    • ολική ~ retreading |
    • πελματική ~ recapping

[cpd w. K γόμωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες