Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναγραφεύς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αναγραφεύς ο.
  • Απογραφέας, αξιωματούχος του Βυζαντινού Κράτους (εδώ κατ’ επέκτασιν του Οθωμανικού) επιφορτισμένος με την καταγραφή φορολογικών προσόδων:
    • Mαχουμούτ τσελεμπή του αναγραφέως (Iστ. πατρ. 847).

[αρχ. ουσ. αναγραφεύς· βλ. και LBG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go