Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναγραφέας
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγραφέας [anaγraféas] ο, pl αναγραφείς (& L αναγραφεύς)
  • ① anc Gr hist person taking care of recording the laws, recorder:
    • η επιγραφή δεν παραδίδει το νόμο από την αρχή του, πάλι υποθέτω ότι οι αναγραφείς δεν θα άφιναν μια τόσο μεγάλη ασάφεια και οπωσδήποτε θα πρόσθεταν το απαραίτητο συμπλήρωμα (Tsantsanoglou)
  • ② recording instrument

[fr AG (5th-4th c. BC) ἀναγραφεύς; αναγραφεύς also MG (15th c.) 'scribe, secretary']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go