Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγουλιαστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγουλιαστικά [anaγuljastiká] adv
  • loathsomely:
    • όλος ο αγέρας πλαντούσε στον ~ αρωματισμένο καπνό

[der of αναγουλιαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες