Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναγνωρισμένα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωρισμένα [anaγnorizména] adv
  • admittedly, as established:
    • ο λαός της Iσπανίας, ~ γενναίος και περήφανος, έβγαλε εξαίρετους πνευματικούς ανθρώπους (Fteris)

[der of αναγνωρισμένος adj; cf L ανεγνωρισμένως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go