Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωρισμένα [anaγnorizména] adv
- admittedly, as established:
- ο λαός της Iσπανίας, ~ γενναίος και περήφανος, έβγαλε εξαίρετους πνευματικούς ανθρώπους (Fteris)
[der of αναγνωρισμένος adj; cf L ανεγνωρισμένως]
- admittedly, as established:



