Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωρίσιμο [anaγnorísimo] το, (L)
- recognizable element or entity:
- το υποκειμενικό στοιχείο στους ρεαλιστές (στη ζωγραφική) παραμένει πάντα μέσα στα όρια του οργανικού και του σαφώς αναγνωρίσιμου (Dizikirikis)
[substantiv. n of αναγνωρίσιμος]
- recognizable element or entity:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναγνωρίσιμος -η -ο [anaγnorísimos] Ε5 : που είναι εύκολο να τον αναγνωρίσει κάποιος, καθώς τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ή χαρακτηριστικά τα οποία έχει τον διαφοροποιούν από κπ. ή από κτ. παρόμοιο.
[λόγ. αναγνωρισ- (αναγνωρίζω) -ιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνωρίσιμος, -η, -ο [anaγnorísimos] (L)
- recognizable, knowable:
- πρόσωπο αναγνωρίσιμο, φυσιογνωμία αναγνωρίσιμη |
- η παραδοσιακή τέχνη παρουσιάζει τον αντικειμενικό κόσμο μέσα στα αναγνωρίσιμα όρια της οργανικότητάς του (Dizikirikis) |
- ο τύπος του κιονοκράνου μόλις είναι ακόμη ~ (Pallas) |
- το καλλιτεχνικό σύμβολο καθίσταται πομπός συγκινήσεως, σήμα αναγνωρίσιμο αξιόλογο καθεαυτό (Michelis) |
- ποιος διατηρεί αναγνωρίσιμη την απλή διαπίστωση της τεκνογονίας ενός ζευγαριού εντόμων; (Panagiotop)
[neol, der of αναγνώρισις]
- recognizable, knowable:



