Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγλυφικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγλυφικά [anaγlifiká] adv
  • ① sculpture in relief (syn ανάγλυφα 1):
    • μια ανυψωμένη ~ μορφή |
    • μια μακριά χλαμύδα απλώνεται από τον αριστερό ώμο έως κάτω ~ (Karouzos) |
    • οι χρωματιστοί γεωγραφικοί χάρτες δείχνουν ~ όλες τις μορφές του εδάφους (Ouranis) |
    • μια σειρά καμήλες έλαμψαν ~ για μια στιγμή απάνω στα κόκκινα στήθη του βουνού (Kazantz)
  • ② vividly, clearly (syn in ανάγλυφα 2):
    • οι μορφές των κεντρικών ηρώων μάς δίνονται ~ |
    • στο σκοτεινό βάθος ξεχώριζε ~ η προσωπικότητα των ολίγων |
    • η φράση αποδίδει το νόημα πολύ υποβλητικότερα και αναγλυφικότερα |
    • διάφορες λεπτομέρειες προβάλλουν ~ |
    • την ψυχολογία του μας την δίνει ~ |
    • με αυτά τα λόγια ζωγραφίζει ~ την ταχτική του (Melas) |
    • κάποια πορτρέτα φανερώνουν ~ την ψυχοσύνθεση του προσώπου που απεικονίζουν (Thrylos) |
    • μας παρουσιάζει το θέμα της έμπνευσης ~(Chatzinis)

[der of αναγλυφικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες