Παράλληλη αναζήτηση
| 13 εγγραφές [11 - 13] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαιούντα [anaŋɟeúnda] τα, (L)
- requisite means (syn χρειώδη) necessities
[substantiv. n pl of prp αναγκαιών; s. αναγκαιούντα ποσά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαιούντα ποσά [anaŋɟeúnda posá] τα, (L)
- needed sums of money:
- διαθέτει τ' αναγκαιούντα για την Παιδεία ποσά (Kolyva)
[n pl of αναγκαιών, prp of αναγκαιώ]
- needed sums of money:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγκαιώ [anaŋɟeó] usu 3 sg αναγκαιοί & pl αναγκαιούν, prp αναγκαιούντα,
- be needed (L):
- αυτό μου αναγκαιοί I need this |
- επήρε μαζί του ό,τι του αναγκαιοί |
- μου αναγκαιούν πολλά χρήματα I need a great deal of money
[fr K *ἀναγκαιῶ (cf MG λοιμοαναγκαιωμένος), der of αναγκαῖος]
- be needed (L):



