Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγεννητικά [anayenitiká] adv (L)
- regeneratively, regeneratorily:
- αν μερικά υγιή στοιχεία ενεργήσουν απάνω στην κοινωνία ~, ανακαινιστικά και με το σχολείο δημιουργήσουν μια σωστή συνείδηση γλώσσας και μια καθαρότητα γλώσσας, το φαινόμενο αυτό θα δημιουργήση ένα αντίρροπο ρεύμα και θα σηκώση αυτή την κοινωνία (Papanoutsos)
[der of αναγεννητικός]
- regeneratively, regeneratorily:



