Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγεννημένος, -η, -ο [anayeniménos] (L)
- having come to life again, reborn, regenerated:
- ~ κόσμος |
- μια κοινωνία αναγεννημένη |
- τα γράμματα της αναγεννημένης Eλλάδας(Eλλάδος) |
- gnom η φιλία αναγεννημένη μοιάζει με σούπα ξαναζεσταμένη (Kontogiannis) |
- εθεώρησα χρέος μου ένα δημόσιο χαιρετισμό σαν απομέρους του έθνους όλου, αναγεννημένου, προς το μεγάλο ποιητή (Palam) |
- το Aσκληπιείο είχε σχεδιαστή από την αρχή ως εστία της πολιτικής ζωής της αναγεννημένης Mεσσηνίας (Papachatzis)
[ppp of αναγεννώ; cf K ἀναγεγεννημένος]
- having come to life again, reborn, regenerated:



