Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγαμμίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αναγαμμίζω.
  • Στρίβω, κάνω στροφή σε σχήμα του γράμματος Γ:
    • οι Φράγκοι αναγαμμίσασιν (Xρον. Mορ. H 7053 (έκδ. γαμήσασιν· διόρθ. Ξανθουδίδης)).

[<πρόθ. ανά + ουσ. γάμμα + κατάλ. ίζω· πβ. αναγαμμαδίζω (11. αι., LBG) και γαμματίζω (10. αι., LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες