Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγέλασμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγέλασμα [anayélazma] το, region. & lit
  • ① ridicule, mockery (syn εμπαιγμός, κοροϊδία, περιγέλασμα, περίπαιγμα):
    • καλόβουλο ~ |
    • σκεπαστό ~ |
    • ξεχώρισα στο λόγο της ένα ~ |
    • πού βρέθηκαν τα χαράματα; φεγγαροστόλιστης νύχτας ήταν προσωρινό ~ (Palam) |
    • οι βοσκοί θα 'ρθούνε κάθε ~ να σου ψάλουν (Vlachogiannis) |
    • τον κυνηγούσαν ... με χουγιάσματα, μ' αναγελάσματα κι αναμπαίγματα (Petimezas-L) |
    • ο Θεός θα σ' το γνωρίση! του πέταξε το ~ ο καπετάνιος (Prevelakis) |
    • poem ω, αλήθεια αντί ~ της άστεργής σου μοίρας | να ρεύης σκέλεθρο αχαμνό στην άκρια ενός γιαλού (Gryparis)
  • ② object of laughter, ridiculous person, laughingstock (syn ανάγελο, περίγελο):
    • είναι τ' ~ του χωριού, του κόσμου |
    • prov του κόσμου τ' ~ τον κόσμο αναγέλα about a worthless individual deriding others (Proia's Lex) |
    • poem γιατί δε δύνεσαι να πης, καθώς θωρείς τον έτσι,| σκιάχτρο για τ' ~ πως είν' εκείνος ο ίδιος (Palam) |
    • έτσι, παιδιά, φυλάτε· ούτε ένας σας τον ύπνο μην αφήση | να τον δαμάση κι ~ γενούμε των οχτρώ μας (Homer Il 10.193 Kaz-Kakr)

[fr LMG αναγέλασμα (Portius, 1635), der of αναγελώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αναγέλασμαν το.
  • Eκβιασμός, βία:
    • (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 117).

[<αόρ. του αναγελώ + κατάλ. μαν. H λ. (α) στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες