Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγάπιστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγάπιστος, -η, -ο [anaγápitos]
  • unreconciled (syn αναγάπητος b):
    • από τότε που τα χάλασαν είναι ακόμα ~

[cpd w. *αγαπιστός: MG, ModG αγαπίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες