Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβόσβημα [anavózvima] το,
- lighting and putting out, flashing:
- μικρές διαδοχικές φωτιές ξεπετιούνταν απ' το ~ των αναφτήρων (Plaskovitis)
[der of αναβοσβήνω]
- lighting and putting out, flashing:



