Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβρυτήριο το [anavritírio] Ο40 : (λόγ.) σιντριβάνι.
[λόγ. αναβρύ(ω) -τήριον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβρυτήριο [anavritírio] το, (L)
- ① fountain, spring (syn πίδακας, σιντριβάνι):
- κρήνες κι αναβρυτήρια |
- το λάλο νερό ενός αναβρυτήριου |
- τα κελαρυστά νερά των αναβρυτηρίων |
- ένα κελαρυστό ~ |
- μικρά αναβρυτήρια για πλύσεις του στόματος των μαθητών (Papantoniou) |
- νερά αναπηδούν κελαϊδιστά από αναβρυτήρια (Thrylos) |
- λαμπρό ~ στην αυλή, μελωδικά αναβρυτήρια, αναβρυτήρια μουσικά, μνημειώδη αναβρυτήρια |
- την πλατεία στολίζει ένα ωραίο ~ (Varelas) |
- τη σκιά τη διατηρούν πάντα δροσερή οι πίδακες μικρών αναβρυτήριων (Ouranis) |
- poem μόνον του αναβρυτήριου το μουσικό το κλάμα | μαζί με την ψιλή βροχή ... | σκορπιέται μάταιο κλ (id.)
- ② fig flowing, flow, outpouring:
- ο μονόλογος έγινε στα χείλη της ένα χρυσό ~ δραματικής απαγγελίας (Athanasiadis-N)
[dimin of αναβρυτήρ: αναβρύω; cf also PatrG (8th c.) βρυτήρ]
- ① fountain, spring (syn πίδακας, σιντριβάνι):



