Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναβρασμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβρασμός ο [anavrazmós] Ο17 : ταραχή, αναστάτωση, αμφισβήτηση που εμφανίζεται σε ομάδες ανθρώπων κάτω από την πίεση σημαντικών πολιτικών ή άλλων γεγονότων, αλλαγών κτλ. και εκδηλώνεται συνήθ. εκρηκτικά: Οι φοιτητές βρίσκονται σε αναβρασμό. Yπήρχε μεγάλος ~ μετά τα τελευταία γεγονότα.

[λόγ. < ελνστ. ἀναβρασμός `κοχλασμός΄, κατά τη σημ. του αναβράζωβ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβρασμός [anavrazmós] ο,
  • ① rare boiling again (syn ξαναβράσιμο)
  • ② state of ferment (as a favorable condition or sign):
    • παρατηρείται ένας ~ δημιουργίας |
    • απουσιάζει ο ~ για δημιουργίες |
    • στη Φερράρα μού αποκαλύφτηκε ο οργιαστικός ~ μιας εποχής, από την οποία αναπήδησε η Aναγέννηση της τέχνης (Thrylos) |
    • poem και σαν γλυκός ~ στο πρόσωπό του τρέμει | το θείο μοσχοβόλημα, που το σκορπούν οι ανέμοι (Malakasis)
  • ③ ebullition of emotion, irritation, anger (within a person) (syn διέγερση, έξαψη, αγανάκτηση, οργή):
    • ~ ερωτισμού |
    • ψυχικός ~ |
    • έχει αναβρασμό η ψυχή του |
    • ένας ~ γίνεται μέσα του, ένα κύμα μίσους τον ταράζει (DOikonomidis)
  • ④ state of ferment, restlessness, unrest, effervescence, agitation, turmoil (of groups of people, townspeople, nation) (syn [ομαδική] αγανάκτηση, αναστάτωση, αναταραχή, σάλος):
    • ~ του κόσμου or του λαού or λαϊκός ~, e.g. ο ~ του λαού κορυφώθηκε |
    • ~ κατά της κυβερνήσεως |
    • επαναστατικός ~ |
    • πολιτικός ~ |
    • είχε σημειωθή ~ των πνευμάτων |
    • κατάσταση εθνικού και κοινωνικού αναβρασμού |
    • η πόλη, ο εργατικός κόσμος, η νεολαία είναι (βρίσκεται, διατελεί) σε αναβρασμό |
    • η κοινή γνώμη έδειξε μεγάλον αναβρασμό |
    • εταιριστικές κινήσεις γίνονταν την εποχή εκείνη του λευτερωτικού αναβρασμού, που είχε προκαλέσει η Γαλλική Eπανάσταση (Melas) |
    • ~ χαρακτηρίζει την εσωτερική ιστορία της Eλλάδας ως τα 1863 (Dimaras)

[fr ByzG αναβρασμός, der of αναβράζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go