Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναβράζων -ουσα -ον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβράζων -ουσα -ον [anavrázon] Ε12 : που αναβράζει: Aναβράζοντα δισκία, δισκία που διαλύονται στο νερό δημιουργώντας φυσαλίδες.

[λόγ. μεε. του αναβράζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go