Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβλητικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναβλητικά [anavlitiká] adv
  • dilatorily, procrastinatingly (syn L αναβλητικώς)

[der of αναβλητικός2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες