Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβιώνω [anavióno] Ρ1α : για ήθη, έθιμα, τάσεις κτλ., επαναφέρω κτ. που είχε εγκαταλειφθεί, είχε ξεχαστεί ή είχε ατονήσει: Tο έθιμο του βλάχικου γάμου αναβιώνει στις μέρες μας.

[λόγ. < αρχ. ἀναβι(ῶ) `επιστρέφω στη ζωή΄ -ώνω σημδ. αγγλ. revive]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβιώνω [anavióno] aor ανεβίωσα & αναβίωσα, subj αναβιώσω, plupf είχε αναβιώσει, pass αναβιώνομαι, ppp αναβιωμένος
  • ① intr come to life again, relive, revive (syn ξαναζωντανεύω) fig ανεβίωσαν οι ελπίδες:
    • αναβιώνει το έθιμο της γυναικοκρατίας |
    • ο ασκητισμός δεν αναβιώνει |
    • από τους νεκρούς ποιητές αναβίωσε ο αλησμόνητος κ. Πεγκύ με την έκδοση της "Σταυροβελονιάς" του (Papatsonis) |
    • αναβιώνει το παλιό εμπορικό λιμάνι·. μπαίναν πάλι καράβια απ' όλα τα μέρη |
    • στα κλέφτικα λημέρια αναβιώνουν οι αρχαίοι αγώνες (Chatzinikou) |
    • ο ελληνικός ανθρωποκεντρισμός είχε αναβιώσει με την ιταλική αναγέννηση (Michelis) |
    • στα οχήματα χρησιμοποιούν τα μασκότ· αναβιώνει εδώ η πρωτόγονη τοτεμική λατρεία των ζώων (Loukatos) |
    • εδημιουργήθη μια παράδοση που ανεβίωσε στη Δύση με την Aναγέννηση και συνεχίζεται έως τα χρόνια μας (Giatras) |
    • φτάνει να γίνη νεκρός εν κακία και αμέσως αναβιώνει προς την αρετή (Tatakis)
  • ② trans bring back to life, revive, fig (syn ξαναζωντανεύω):
    • η Λέσχη κατά τα τελευταία χρόνια ανεβίωσε τις λαμπρές εκείνες δεξιώσεις (Skouzes) |
    • ~ το πρόβλημα |
    • κατόρθωνε να μας αναβιώνη την ατμόσφαιρα |
    • ο Παλαμάς θέλησε ν' αναβιώση τον αρχαίο μύθο (Chourmouzios) |
    • ο Παλαμάς αναβιώνει ποιητικά την ιστορία του Aλκαίου (id.) |
    • οι ρομαντικοί μπόρεσαν να εκτιμήσουν και να αναβιώσουν τη χριστιανική τέχνη του μεσαίωνα (Michelis) |
    • μερικοί προσπαθούσαν να αναβιώσουν τον τρόπο ζωής των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων (Lambridi)
  • ⓐ pass αναβιώνομαι be revived:
    • μέσα από την αίσθηση της περασμένης στιγμής η εμπειρία του παρελθόντος αναβιώνεται (Mourelos)

[fr K ἀναβιῶ (-όω) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες