Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβαθμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβαθμός ο [anavaθmós] Ο17 : 1.(λόγ.) σκαλοπάτι. 2. (αρχιτ.) α. καθεμιά από τις τρεις ή τέσσερις πλατιές βαθμίδες της κλίμακας που περιέβαλλε τους αρχαίους ναούς ή βωμούς. β. στα αρχαία θέατρα, καθεμιά από τις κλιμακωτά τοποθετημένες σειρές καθισμάτων. 3. (πληθ.) αντιφωνικά τροπάρια που ψάλλονται τις Kυριακές και τις γιορτές κατά τον όρθρο.

[λόγ. < αρχ. ἀναβαθμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβαθμός [anavaθmós] ο, (L)
  • ① ascent, step, ramp (syn βαθμίδα L, σκαλοπάτι):
    • έξι μετωπιαίες δωρικές κολόνες υψώνονται σε μια μαρμαρένια κρηπίδα με τέσσερες αναβαθμούς (Miliadi) |
    • ολόγυρα τέσσαρες αναβαθμοί έφερναν στο κρηπίδωμα, στο οποίο στηριζόταν ο ναός (Varelas) |
    • η εστία έφερε επίσης ζωγραφιστή διακόσμηση |
    • συμβολικές φλόγες στο μέτωπο του αναβαθμού (Blegen and Rawson)
  • ⓐ step, ramp:
    • ~ φορτώσεως loading ramp |
    • ~ βολής fire step
  • ② relig αναβαθμοί (του Ψαλτηρίου) psalms 118 (119) - 137 (138) ωδή των αναβαθμών LXX Ps. 118 (119)
  • ⓑ eccl graduals (antiphonic troparia) sung at Sunday matins
  • ③ step, stage, degree (syn βαθμίδα, στάδιο):
    • υψηλός ~ |
    • ένας ανώτερος ~ |
    • ο τελειωτικός ~ της τέχνης του καλλιτέχνη |
    • η μετάβαση από ειδική επιστήμη στη φιλοσοφία γίνεται κατά αναβαθμούς |
    • αναβαθμοί της μουσικής κλίμακας, e.g. η μουσική μας κλίμακα με τους δώδεκα αναβθμούς της είναι ένα σύστημα ήχων (Papanoutsos) |
    • αναβαθμοί μυήσεως, e.g. η ψυχή του ποιητή ανεβαίνει τους αναβαθμούς μιας βαθιάς μύησης (Palam) |
    • αναβαθμοί της βιώσεως |
    • οι κλιμακωτοί αναβαθμοί της ζωής |
    • οι αξίες από τη φύση τους κλιμακώνονται σε αναβαθμούς ιεραρχίας (Papanoutsos) |
    • οι αναβαθμοί της μεγαλοφυΐας |
    • αναβαθμοί ελέγχου |
    • συλλογιστικοί αναβαθμοί |
    • οι αναβαθμοί της προόδου |
    • οι αναβαθμοί της ηθικής ευαισθησίας |
    • αναβαθμοί της ατομικής ιστορίας |
    • οι πνευματικοί αναβαθμοί της ελληνικής ιστορίας (Tsatsos) |
    • οι υψηλότεροι αναβαθμοί της νόησης του ωραίου (id.) |
    • ο πλατωνικός διάλογος και ως τέχνη και ως φιλοσοφία είναι ο ύψιστος ~ του πνεύματος (Theodorakop) |
    • η τραγωδία είναι ο ανώτατος και τελειότατος ~ της θεατρικής σύμβασης (Ploritis) |
    • poem δεν είναι τούτο κλίμακα αρκετή, για να ζυγώσω | από 'να σ' άλλο αναβαθμό την ακοή μας | στων αιωνίων σου εντολών τον άρτιο Λόγο; (Sikel) |
    • ανέβασέ τον σ' όλους | τους αναβαθμούς της φαντασίας | και σταμάτησέ τον | στο ανοιχτό πλατύσκαλο (Xydis)

[fr K (LXX), PatrG ← AG ἀναβαθμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες