Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβίωμα [anαvíoma] το, (L)
- revival, reliving (syn ξαναζήσιμο):
- ο βιωματικός χρόνος είναι ένας χρόνος παρουσίας, αναβιώματος των περασμένων στιγμών (Mourelos)
[der of αναβιώ]
- revival, reliving (syn ξαναζήσιμο):



