Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβάτρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναβάτρια [anavátria] η, (L)
  • ① female climber:
    • αναβάτριες του βουνού
  • ② horsewoman (syn ιππεύτρια)

[neol, f of αναβάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες