Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβάτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβάτης ο [anavátis] Ο10 θηλ. αναβάτρια [anavátria] Ο27 : αυτός που ιππεύει, κυρίως όταν πρόκειται για ιππικούς αγώνες: Tο άλογο αφηνίασε και έριξε κάτω τον αναβάτη του.

[λόγ. < αρχ. ἀναβάτης· λόγ. αναβά(της) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
αναβάτης ο.
  • Σκάλα:
    • ο πύργος ουν κοχλοειδήν είχε τον αναβάτην (Διγ. Z 3849).

[αρχ. ουσ. αναβάτης. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβάτης [anavátis] ο, gen αναβάτη (& L αναβάτου) (L)
  • ① climber (syn αναρριχητής):
    • αναβάτες των Άλπεων (near-syn αλπινιστές)
  • ② rider, horseman (syn ιππέας L, καβαλάρης,:
    • οι κινήσεις του αναβάτη, το σώμα or τα πόδια του αναβάτη |
    • ο ταύρος ήταν ικανός να τινάξη το άλογο στον αέρα μαζί με τον αναβάτη (Papantoniou) |
    • στους ιππικούς αγώνες [στην αρχαία Eλλάδα] βραβεύονταν και οι αναβάτες, οι οποίοι έπαιρναν μια ζώνη από μαλλί ή λινάρι (Chatzinikou) |
    • από το άγαλμα ιππέως σώζεται μόνο ο ίππος κ' ένα σκέλος του αναβάτη (Varelas) |
    • σ' ένα λύχνο μονόφωτο διακρίνεται φτερωτό άλογο με αναβάτη άνδρα τοξοφόρο (id.) |
    • poem θαρρείς ο Θεός σαν ~ οπού σκύβει | μ' ένα χαϊδόλογο στ' αλόγου του τ' αφτί (Sikel) |
    • ... να τους σκορπίση | τους ίππους και τους αναβάτες τους (Papatsonis)
  • ③ stallion (syn βαρβάτο άλογο, L επιβήτορας)

[fr MG αναβάτης ← K (LXX) ἀναβάτης (ιππεύς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες