Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναίτιος -α -ο [anétios] Ε6 : 1.(για πρόσ.) που δεν είναι αίτιος κάποιου κακού. 2. για κτ. που γίνεται χωρίς αιτία, χωρίς δικαιολογία: Ο διασυρμός του ήταν ~. Δέχτηκε μια αναίτια επίθεση.
αναίτια ΕΠIΡΡ: Tου επιτέθηκαν εντελώς ~. [λόγ. < αρχ. ἀναίτιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναίτιος1 [anétios] ο,
- one not responsible, innocent person:
- ανακατεύει στο κακό και τον αναίτιο (Vrettakos) |
- ν' αφήσουν τους μικρούς κι αναίτιους να πληρώσουν (Karagatsis)
[substantiv. m of αναίτιος2]
- one not responsible, innocent person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναίτιος2, -α, -ο [anétios]
- ① without cause or reason (syn αδικαιολόγητος, ant δικαιολογημένος):
- αναίτια πράξη, εκδίκηση, δυστυχία, τιμωρία, τύψη |
- αναίτιο δάκρυ, αίσθημα, γέλιο, μίσος |
- βροχή επίμονη κι αναίτια σαν το κλάμα μικρού παιδιού (Ouranis) |
- μ' έπιασε ένας φόβος ~ παράλογος, αφόρητος για κάποιον κίνδυνο που κρεμότανε τάχα αποπάνω μου (Theotokas)
- ② not responsible for sth (syn ανεύθυνος, ant υπαίτιος):
- όσο αναίτιοι κι αν είναι (οι σύζυγοι), έχουν αποτύχει στο συγκεκριμένο γάμο |
- ο Θεός είναι ~ του κακού, με όλο που το προβλέπει (Papanoutsos)
- ⓐ law not liable, not accountable, not answerable (ant υπαίτιος):
- ο ~ σύζυγος αγνοεί την ακυρότητα του γάμου
[fr K (pap) ← AG ἀναίτιος]
- ① without cause or reason (syn αδικαιολόγητος, ant δικαιολογημένος):



