Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναίτιο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναίτιο [anétio] το,
  • absence of cause
  • ⓐ philos absence of causality or causation (ant αιτιότητα):
    • η νομοτέλεια των γεγονότων αποκλείει το ~ |
    • η αποδοχή της ελευθερίας της βούλησης εσήμαινε τη .. δικαίωση του αναίτιου (Papanoutsos)

[fr MG αναίτιον, substantiv. n of αναίτιος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναιτιολόγητος -η -ο [anetiolójitos] Ε5 : για κτ. που δεν μπορεί να αιτιολογηθεί ή που δεν έχει αιτιολογηθεί ή δικαιολογηθεί. ANT αιτιολογημένος: Οι δικαστικές αποφάσεις δεν πρέπει να είναι αναιτιολόγητες. Οι δαπάνες δεν εγκρίθηκαν, γιατί ήταν αναιτιολόγητες. H απουσία του είναι αναιτιολόγητη, αδικαιολόγητη. αναιτιολόγητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀναιτιολόγητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναιτιολόγητος, -η, -ο [anetiolóyitos] (L)
  • ① unjustified, unmotived (syn αδικαιολόγητος, ant αιτιολογημένος):
    • αναιτιολόγητες ποινές, αναιτιολόγητη απόφαση |
    • αναιτιολόγητη κήρυξη πολέμου |
    • αναιτιολόγητες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων |
    • αναιτιολόγητη ακύρωση παραγγελίας
  • ② unjustifiable (syn ανεξήγητος, ακατανόητος, ant εύλογος):
    • αναιτιολόγητη συμπεριφορά, εξαφάνιση, αποχώρηση |
    • αναιτιολόγητα γεγονότα, ~ ανταγωνισμός

[fr kath (adv -ως) ← LK (1st-2nd c. AD)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναίτιος -α -ο [anétios] Ε6 : 1.(για πρόσ.) που δεν είναι αίτιος κάποιου κακού. 2. για κτ. που γίνεται χωρίς αιτία, χωρίς δικαιολογία: Ο διασυρμός του ήταν ~. Δέχτηκε μια αναίτια επίθεση. αναίτια ΕΠIΡΡ: Tου επιτέθηκαν εντελώς ~.

[λόγ. < αρχ. ἀναίτιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναίτιος1 [anétios] ο,
  • one not responsible, innocent person:
    • ανακατεύει στο κακό και τον αναίτιο (Vrettakos) |
    • ν' αφήσουν τους μικρούς κι αναίτιους να πληρώσουν (Karagatsis)

[substantiv. m of αναίτιος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναίτιος2, -α, -ο [anétios]
  • ① without cause or reason (syn αδικαιολόγητος, ant δικαιολογημένος):
    • αναίτια πράξη, εκδίκηση, δυστυχία, τιμωρία, τύψη |
    • αναίτιο δάκρυ, αίσθημα, γέλιο, μίσος |
    • βροχή επίμονη κι αναίτια σαν το κλάμα μικρού παιδιού (Ouranis) |
    • μ' έπιασε ένας φόβος ~ παράλογος, αφόρητος για κάποιον κίνδυνο που κρεμότανε τάχα αποπάνω μου (Theotokas)
  • ② not responsible for sth (syn ανεύθυνος, ant υπαίτιος):
    • όσο αναίτιοι κι αν είναι (οι σύζυγοι), έχουν αποτύχει στο συγκεκριμένο γάμο |
    • ο Θεός είναι ~ του κακού, με όλο που το προβλέπει (Papanoutsos)
  • ⓐ law not liable, not accountable, not answerable (ant υπαίτιος):
    • ο ~ σύζυγος αγνοεί την ακυρότητα του γάμου

[fr K (pap) ← AG ἀναίτιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες