Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναίτια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναίτια [anétia] adv
  • without cause or reason, causelessly, wantonly (syn χωρίς αιτία or λόγο, αδικαιολόγητα, ant δικαιολογημένα):
    • χαμογελούσε, βλαστήμησε, σκότωσε ~ |
    • η σταδιοδρομία του διακόπηκε ~ |
    • ήταν λυπημένος, χαρούμενος ~ |
    • μας χτύπησαν απροειδοποίητα και ~ (Theotokas) |
    • poem .. δεν έχω εγώ στα στήθη μου καρδιά που ανάβει ~ | από θυμό (Homer Od 7.309 Kaz-Kakr)

[der of αναίτιος]

[Λεξικό Κριαρά]
αναιτίατος, επίθ.
  • Aθώος:
    • (Γεωργηλ., Bελ. Λ 181).

[αρχ. επίθ. αναιτίατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες