Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναίσχυντα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αναίσχυντα, επίρρ.
  • 1) Aδιάντροπα:
    • αναίσχυντα με βρίζεις; (Πικατ. 341· Φλώρ. 830).
  • 2) Mε τρόπο που να προκαλεί αισχύνη, εξευτελιστικά:
    • τους Tούρκους ετροπώσαμεν αναίσχυντα (Παρασπ., Bάρν. C 336).

[<επίθ. αναίσχυντος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναίσχυντα [anés inda] adv (L)
  • ① impudently, shamelessly (syn αδιάντροπα, ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα, ant ντροπαλά, συνεσταλμένα):
    • τον είχε προδώσει τόσο ~ (GRoussos) |
    • poem ~ εδωροδόκησαν οι εχθροί του το μαντείον (Kavafis)
  • ② brazenly (syn με θράσος):
    • εκμεταλλεύεται ~ το μόχθο των εργατών

[der of αναίσχυντος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες