Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναίσθητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναίσθητα [anésθita] adv
  • ① unconsciously, senselessly:
    • οι μηχανές κάνουν ~ το έργο τους (Karkavitsas) |
    • poem σαν πεταλούδα στην φωτιά | π' ~ γυρίζει (Xanthop)
  • ② unfeelingly, heartlessly (syn άσπλαχνα, άκαρδα):
    • οι συγγενείς παρακολουθούσαν ~ το δράμα του |
    • ο θόρυβος κι η οχλοβοή εξακολουθούσαν αδιάκοπα κι ~ στον πόνο του K. (Christou)
  • ③ fig indifferently, unconcernedly (syn αδιάφορα):
    • άκουσε ~ την καταδίκη |
    • πολλές φορές φερόταν ~ στους υφισταμένους του

[der of αναίσθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες