Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίσχυρος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ανίσχυρος, επίθ.
  • 1) Που δεν έχει δύναμη, που δεν είναι ανδρείος:
    • (Bίος Aλ. 2254, 1514).
  • 2) (Προκ. για λόγους) που δε δίνει δύναμη, δεν ενθαρρύνει:
    • (αυτ. 2594).

[αρχ. επίθ. ανίσχυρος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανίσχυρος -η -ο [anísxiros] Ε5 : που δεν έχει δύναμη, ισχύ· αδύναμος, ανίκανος. ANT ισχυρός: Aνίσχυροι να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση, υποχώρησαν. Aνίσχυρα επιχειρήματα. || (νομ.) που δεν έχει νομική ισχύ, κύρος: Tο δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρη τη δικαιοπραξία.

[λόγ. < ελνστ. ἀνίσχυρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίσχυρος1 [anís] ο, (L)
  • powerless individual (ant ο ισχυρός):
    • αλίμονο στον ανίσχυρο! |
    • παραχωρούνται δικαιώματα από τους ισχυρούς στους ανίσχυρους (Papanoutsos) |
    • ένας απαίδευτος, ένας ~

[substantiv. m of ανίσχυρος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανίσχυρος2, -η, -ο [anís] (L)
  • ① feeble, weak, powerless (syn αδύναμος, αδύνατος, ant δυνατός, ισχυρός):
    • άνθρωπος ~ |
    • ο ισχυρός άνθρωπος διαπραγματευόμενος με τον ανίσχυρο και φτωχό συνάνθρωπό του! (Stasinop) |
    • ήρωας ~ |
    • ο στρατηγός χτύπησε τον ανίσχυρο στρατιώτη |
    • ανίσχυροι ώμοι, ανίσχυρο κορμί |
    • ανίσχυρη όραση, λογική, ψυχή |
    • ανίσχυρη χώρα, πατρίδα |
    • ανίσχυρη θέληση, φαντασία |
    • ανίσχυρη μειοψηφία |
    • ανίσχυρο κράτος |
    • ~ |
    • ανίσχυρη συνθήκη |
    • μέσα ανίσχυρα |
    • λόγος ~ |
    • ~ θυμός |
    • η αμυντική θέση της χώρας είναι ανίσχυρη |
    • ο οίκτος ~ |
    • κεντρική εξουσία ανίσχυρη πια να επιβληθεί (Vranousis) |
    • μπροστά στην αντινομία η σκέψη μας είναι εντελώς ανίσχυρη (Chatzinis) |
    • οι αρμόδιοι υπήρξαν ανίσχυροι να εμποδίσουν το κακό (Christidis) |
    • η φιλοσοφία και η τεχνική πρόοδος είναι ανίσχυρες μπροστά σ' ένα τυφώνα ή σ' ένα σεισμό (Panagiotop) |
    • δικαιοσύνη χωρίς δύναμη είναι ανίσχυρη, γιατί πάντα υπάρχουν κακοί (Vrettakos)
  • ② law invalid, void (syn άκυρος, ant έγκυρος):
    • διαθήκη ανίσχυρη invalid will |
    • ανίσχυρη δικαιοπραξία invalid judicial act |
    • η συντακτική πράξη είναι ανίσχυρη |
    • ανίσχυρη δήλωση συμψηφισμού (Christidis AK) |
    • ~ |
    • ανίσχυρο πληρεξούσιο έγγραφο (id.) |
    • η συγγνώμη που δίνεται μετά τη διάταξη της αποκλήρωσης κάνει ανίσχυρη την αποκλήρωση (id.)

[fr kath ανίσχυρος ← MG, K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες