Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανίερα [aníera] adv (L)
- profanely, impiously:
- ποτέ αυτή η λέξη που τόσο συχνά κι ~ την έλεγα και την ξανάλεγα, δε μου προξένησε τόσο τρόμο (Kazantz) |
- poem κ' η ασπίδα σου από Άρπυιες ~ μολυσμένη (Palam)
[der of MG ανίερος]
- profanely, impiously:



